- καιρός
- Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε γράψει ύμνο για τον Κ. Ο Λύσιππος είχε φιλοτεχνήσει άγαλμά του, στο οποίο απεικονιζόταν ως νέος με φτερωτά πόδια και πλούσια μαλλιά.
* * *ο (AM καιρός)1. κατάλληλη στιγμή, ευνοϊκή περίσταση, ευκαιρία (α. «καιρός να σού τό πω» β. «καιροῡ διδόντος» — αν τό επιτρέψει κάποια ευκαιρία, Λιβαν.)2. χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ένα γεγονός («σε καιρό ειρήνης»)3. ο χρόνος τής ωριμότητας, η ακμή («τα σταφύλια είναι στον καιρό τους»)4. συν. στον πληθ. οι καιροίοι περιστάσεις, τα χρόνια, οι εποχές («άλλαξαν οι καιροί»)νεοελλ.1. διαθέσιμος, επαρκής χρόνος («αυτή η δουλειά θέλει καιρό να γίνει»)2. παροιμ. α) «κάθε πράγμα στον καιρό του και τα κόκκιν' αβγά τη Λαμπρή» και «κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — για κάθε πράγμα υπάρχει η κατάλληλη στιγμήβ) «ο καιρός πουλάει τα ξύλα κι ο χειμώνας τ' αγοράζει» — οι ευνοϊκές περιστάσεις υποβοηθούν σε κάτι3. φρ. α) «καιρός να τού δίνουμε» — πρέπει να φύγουμεβ) «από τον καιρό τού Νώε» — από τα πολύ παλιά χρόνιαγ) «καιρούς και ζαμάνια έχουμε να ιδωθούμε» — έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημαδ) «από καιρό σε καιρό» — μερικές φορέςε) «κατά καιρούς» — κατά ορισμένα χρονικά διαστήματαστ) «περνάω τον καιρό μου»i) ασχολούμαι με κάτι, ii) παίζωζ) «χάνω τον καιρό μου» — ματαιοπονώη) «μη χάνεις καιρό» — σπεύσεθ) «έτσι σκοτώνει τον καιρό του» — με αυτό τον τρόπο περνά τις ώρες τουι) «στον καιρό μας» — στην εποχή μαςια) «τού καλού καιρού» — τής ευτυχισμένης εποχήςιβ) «όλα διορθώνονται με τον καιρό» — ο χρόνος τά διορθώνει όλαιγ) «ο καιρός είναι γιατρός» — οι μεγάλες συμφορές, οι ψυχικοί κλονισμοί ξεπερνούνται με την πάροδο τού χρόνουιδ) «ο καιρός ξεσκεπάζει την αλήθεια» — όσος χρόνος κι αν περάσει, κάποτε θα φανεί η αλήθειαιε) «έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα» — λέγεται για ανταπόδοση, για αντεκδίκησηιστ) στρ. «εις τον καιρόν» — παράγγελμα κατά το οποίο χέρια και πόδια επανέρχονται στην αρχική τους θέση ή γενικά στη θέση τής προσοχήςνεοελλ.-μσν.1. ο χρόνος στην πορεία του2. μετεωρολογική κατάσταση, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες («ωραίο καιρό έχουμε σήμερα»)3. φρ. α) (για το παρελθόν ή το μέλλον) «έναν καιρό» — κάποτε («μια φορά κι έναν καιρό»)β) «με τον καιρό» — στην κατάλληλη στιγμήγ) «παίρνω καιρό»εκκλ. η προσκύνηση τών εικόνων τού τέμπλου από τους ιερείς πριν φορέσουν τα άμφιά τους, ενώ ψάλλονται από τους ιεροψάλτες τα καθίσματα τού όρθρουδ) «σ' έναν καιρό» — ταυτόχροναμσν.1. καθορισμένος χρόνος, προθεσμία2. χρονολογία3. στιγμή, ώρα4. κατάλληλη ηλικία5. μεγάλη ηλικία6. έτος7. καθυστέρηση, αναβολή8. φρ. α) «ἀργῶ τὸν καιρόν» και «βραδύνω τὸν καιρόν» — αργοπορώβ) «εἰς καιρόν» — στο μέλλονγ) (στη βυζαντ. λειτ. γλώσσα) «λαμβάνειν καιρόν» — η μικρή προπαρασκευαστική ακολουθία η οποία απαγγέλλεται από τους ιερείς που πρόκειται να λειτουργήσουν, πριν από την τέλεση τής θείας Λειτουργίαςαρχ.1. (για τόπο) το κατάλληλο μέρος2. κρίσιμος χρόνος3. το χρονικό διάστημα τής ημέρας4. κέρδος, όφελος5. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός επτά6. φρ. α) «εἰ δ' ὁ καιρὸς ἧν σαφής» — αν το χαρακτηριστικό σημείο ή γνώρισμα ήταν σαφέςβ) «έν καιρῷ τῷ δέοντι» — στην κατάλληλη περίστασηγ) «ἐς καιρόν» — σε κατάλληλη στιγμήδ) «ἀπό καιροῡ» — άκαιραε) «πρὸ καιροῡ» — πρόωραστ) «τὰ κατὰ καιρούς» — τα γεγονότα κατά χρονολογική σειρά7. παροιμ. «καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι» — για κάθε πράγμα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Διάφορες ετυμολογικές συνδέσεις έχουν προταθεί κατά καιρούς, όπως με το κείρω «κόβω», οπότε η αρχική σημ. θα ήταν «αποφασιστική (καίρια) στιγμή που διαιρεί τον χρόνο». Οι συνδέσεις με το κεράννυμι, με το κρίνω και με το κύρω «συναντώ» παρουσιάζουν σημασιολογικής ή φωνολογικής φύσεως δυσχέρειες. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι η λ. προέρχεται από το καῖρος* με καταβιβασμό τού τόνου.ΠΑΡ. καιρικός, καίριοςαρχ.καίριμος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καιροσκόπος, καιροσκοπώ, καιροφυλακτώαρχ.καιροθέος, καιρολουσία, καιρονομώ, καιροπτ(ε)ία, καιροτηρησία, καιροτηρώ, καιρόφιλος, καιροφυλακία, καιροφυλακώνεοελλ.καιροσκοπία, καιροσκοπικός, καιροσκοπισμός. (Β' συνθετικό) άκαιρος, έγκαιρος, επίκαιρος, εύκαιρος, παράκαιρος, πρόσκαιρος, σύγκαιροςαρχ.έκκαιρος, καλόκαιρος, ολιγόκαιρος, υπέρκαιροςνεοελλ.αγριόκαιρος, αθλιόκαιρος, ανέγκαιρος, ανεμόκαιρος, ανεπίκαιρος, αρρωστόκαιρος, βροχόκαιρος, διαβολόκαιρος, παλιόκαιρος, πολύκαιρος, χειμωνόκαιρος, χιονόκαιρος].
Dictionary of Greek. 2013.